στοιχειωμένος
[stiçioˈmenos], στοιχειωμένη, στοιχειωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- στοιχειωμένη πόληθηλυκό | Femininum, weiblich fGeisterstadtθηλυκό | Femininum, weiblich f
- στοιχειωμένο κάστροουδέτερο | Neutrum, sächlich nSpukschlossουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- στοιχειωμένο σπίτιουδέτερο | Neutrum, sächlich nGeisterhausουδέτερο | Neutrum, sächlich nHexenhausουδέτερο | Neutrum, sächlich n