„στοιβαχτός“ στοιβαχτός [stivaxˈtos], στοιβαχτή, στοιβαχτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) aufgestapelt aufgestapelt στοιβαχτός στοιβαχτός