„στοιβαγμός“: αρσενικό στοιβαγμός [stivaɣˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Häufung, Stauung Häufungθηλυκό | Femininum, weiblich f στοιβαγμός Stauungθηλυκό | Femininum, weiblich f στοιβαγμός στοιβαγμός