„στεροειδή“: πληθυντικός ουδετέρου στεροειδή [steroiˈði]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Steroide Steroideπληθυντικός | Plural pl στεροειδή στεροειδή