στερεοφωνικός
[stereofoniˈkos], στερεοφωνική, στερεοφωνικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Stereo-στερεοφωνικόςστερεοφωνικός
examples
- στερεοφωνικό συγκρότημαουδέτερο | Neutrum, sächlich nStereoanlageθηλυκό | Femininum, weiblich f
- στερεοφωνικό σύστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich nMusikanlageθηλυκό | Femininum, weiblich f