„στενόμυαλος“ στενόμυαλος [steˈnomjalos], στενόμυαλη, στενόμυαλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) engstirnig, borniert engstirnig, borniert στενόμυαλος στενόμυαλος