„στενοκέφαλος“ στενοκέφαλος [stenoˈkjefalos], στενοκέφαλη, στενοκέφαλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) engstirnig engstirnig στενοκέφαλος στενοκέφαλος