„στειρώνω“: μεταβατικό ρήμα στειρώνω [stiˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sterilisieren sterilisieren στειρώνω στειρώνω