στειρότητα
[stiˈrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Unfruchtbarkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fστειρότηταSterilitätθηλυκό | Femininum, weiblich fστειρότηταστειρότητα