σταχτοδοχείο
[staxtoðoˈçio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, σταχτοθήκη [staxtoˈθikji]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Aschenbecherαρσενικό | Maskulinum, männlich mσταχτοδοχείοσταχτοδοχείο