σταυροφόρος
[stavroˈforos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kreuzritterαρσενικό | Maskulinum, männlich mσταυροφόρος ιστορία | GeschichteιστKreuzfahrerαρσενικό | Maskulinum, männlich mσταυροφόρος ιστορία | Geschichteιστσταυροφόρος ιστορία | Geschichteιστ