„σταυροειδής“ σταυροειδής [stavroiˈðis], σταυροειδής, σταυροειδέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kreuzförmig kreuzförmig σταυροειδής σταυροειδής