„σταυροδρόμι“: ουδέτερο σταυροδρόμι [stavroˈðromi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kreuzung (Straßen-)Kreuzungθηλυκό | Femininum, weiblich f σταυροδρόμι σταυροδρόμι