„στασιαστικός“ στασιαστικός [stasiastiˈkos], στασιαστική, στασιαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) aufrührerisch aufrührerisch στασιαστικός στασιαστικός