σταθεροποιώ
[staθeropiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (be)festigen, stabilisierenσταθεροποιώσταθεροποιώ