„σταδιοδρομώ“: αμετάβατο ρήμα σταδιοδρομώ [staðioðroˈmo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vorwärtskommen (beruflich) vorwärtskommen σταδιοδρομώ σταδιοδρομώ