σταδιακός
[staðiaˈkos], σταδιακή, σταδιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schrittweise, stufenweise, allmählichσταδιακόςσταδιακός
Thank you for your feedback!