„σταγονόμετρο“: ουδέτερο σταγονόμετρο [staɣoˈnometro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pipette Pipetteθηλυκό | Femininum, weiblich f σταγονόμετρο σταγονόμετρο