σταγονίδιο
[staɣoˈniðio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Klumpenαρσενικό | Maskulinum, männlich mσταγονίδιοσταγονίδιο
examples
- σταγονίδιο λίπουςFettklumpenαρσενικό | Maskulinum, männlich m