„Στέντορας“: αρσενικό Στέντορας [ˈstendoras]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stentor Stentorαρσενικό | Maskulinum, männlich m Στέντορας μυθολογία | Mythologieμυθ Στέντορας μυθολογία | Mythologieμυθ