„σπόριο“: ουδέτερο σπόριο [ˈsporio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Spore Sporeθηλυκό | Femininum, weiblich f σπόριο βιολογία | Biologieβιολ σπόριο βιολογία | Biologieβιολ