„σπυράκι“: ουδέτερο σπυράκι [spiˈrakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pickelchen Pickelchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n σπυράκι σπυράκι examples σπυράκι ακμής Eiterpickelαρσενικό | Maskulinum, männlich m σπυράκι ακμής