σπουδαιότητα
[spuðeˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Wichtigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fσπουδαιότηταBedeutungθηλυκό | Femininum, weiblich fσπουδαιότητασπουδαιότητα