„Σποράδες“: πληθυντικός θηλυκού Σποράδες [spoˈraðes]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sporaden Sporadenπληθυντικός | Plural pl Σποράδες Σποράδες