„σπλήνα“: θηλυκό σπλήνα [ˈsplina]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Milz Milzθηλυκό | Femininum, weiblich f σπλήνα ανατομία | Anatomieανατ σπλήνα ανατομία | Anatomieανατ