„σπιτονοικοκύρης“: αρσενικό σπιτονοικοκύρης [spitonikoˈkjiris]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-ηδες> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Vermieter, Hauswirt Vermieterαρσενικό | Maskulinum, männlich m σπιτονοικοκύρης Hauswirtαρσενικό | Maskulinum, männlich m σπιτονοικοκύρης σπιτονοικοκύρης