σπιρτοκούτι
[spirtoˈkuti]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, σπιρτόκουτο [spirˈtokuto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Streichholzschachtelθηλυκό | Femininum, weiblich fσπιρτοκούτισπιρτοκούτι