σπιράλ
[spiˈral]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Spiraleθηλυκό | Femininum, weiblich fσπιράλ ιατρική | Medizinιατρσπιράλ ιατρική | Medizinιατρ
examples
- σπιράλ σημειωματάριοουδέτερο | Neutrum, sächlich nSpiralblockαρσενικό | Maskulinum, männlich m