„σπιλώνω“: μεταβατικό ρήμα σπιλώνω [spiˈlono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) besudeln besudeln σπιλώνω σπιλώνω