„σπιλωμένος“ σπιλωμένος [spiloˈmenos], σπιλωμένη, σπιλωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) befleckt befleckt σπιλωμένος σπιλωμένος