„σπαρταριστός“ σπαρταριστός [spartarisˈtos], σπαρταριστή, σπαρταριστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zappelnd zappelnd σπαρταριστός σπαρταριστός