„σπαράζω“: αμετάβατο ρήμα σπαράζω [spaˈrazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ξα; -χτηκα; -γμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zucken, zappeln zucken, zappeln σπαράζω σπαράζω „σπαράζω“: μεταβατικό ρήμα σπαράζω [spaˈrazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zerreißen zerreißen σπαράζω καρδιά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ σπαράζω καρδιά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ