„σπαράγγι“: ουδέτερο σπαράγγι [spaˈraŋgji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Spargel Spargelαρσενικό | Maskulinum, männlich m σπαράγγι σπαράγγι