„σπήλαιο“: ουδέτερο σπήλαιο [ˈspileo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, σπηλιά [spiˈʎa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Höhle, Grotte Höhleθηλυκό | Femininum, weiblich f σπήλαιο Grotteθηλυκό | Femininum, weiblich f σπήλαιο σπήλαιο