„σπάω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα σπάω [ˈspao]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ας> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σπάω → see „σπάζω“ σπάω → see „σπάζω“