„σουσαμόλαδο“: ουδέτερο σουσαμόλαδο [susaˈmolaðo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sesamöl Sesamölουδέτερο | Neutrum, sächlich n σουσαμόλαδο σουσαμόλαδο