„σουρεαλισμός“: αρσενικό σουρεαλισμός [surealizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Surrealismus Surrealismusαρσενικό | Maskulinum, männlich m σουρεαλισμός σουρεαλισμός