σουπιά
[suˈpja]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Tintenfischαρσενικό | Maskulinum, männlich mσουπιάSepiaθηλυκό | Femininum, weiblich fσουπιάσουπιά
- gewiefter Menschαρσενικό | Maskulinum, männlich mσουπιά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσουπιά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ