„σουπερμάρκετ“: ουδέτερο σουπερμάρκετ [superˈmarket]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Supermarkt Supermarktαρσενικό | Maskulinum, männlich m σουπερμάρκετ σουπερμάρκετ