„Σουηδικά“: πληθυντικός ουδετέρου Σουηδικά [suiðiˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schwedisch Schwedischουδέτερο | Neutrum, sächlich n Σουηδικά Σουηδικά