σουβλίζω
[suˈvlizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- aufspießenσουβλίζωσουβλίζω
- stechenσουβλίζω πόνοςσουβλίζω πόνος
Thank you for your feedback!