„σογιέλαιο“: ουδέτερο σογιέλαιο [soˈjeleo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sojaöl Sojaölουδέτερο | Neutrum, sächlich n σογιέλαιο σογιέλαιο