„σοβινιστικός“ σοβινιστικός [sovinistiˈkos], σοβινιστική, σοβινιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) chauvinistisch chauvinistisch σοβινιστικός σοβινιστικός