„σμαράγδι“: ουδέτερο σμαράγδι [zmaˈraɣði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Smaragd Smaragdαρσενικό | Maskulinum, männlich m σμαράγδι σμαράγδι „σμαράγδι“: επίθετο, ως επίθετο σμαράγδι [zmaˈraɣði]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj <άκλιτο | invariabel, unveränderlichinv> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) smaragdgrün smaragdgrün σμαράγδι σμαράγδι