„σμαλτώνω“: μεταβατικό ρήμα σμαλτώνω [zmalˈtono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) emailieren, glasieren email(l)ieren, glasieren σμαλτώνω αντικείμενο σμαλτώνω αντικείμενο