„σμίκρυνση“: θηλυκό σμίκρυνση [zˈmikrinsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verkleinerung Verkleinerungθηλυκό | Femininum, weiblich f σμίκρυνση σμίκρυνση