„Σλοβάκος“: αρσενικό Σλοβάκος [sloˈvakos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Slowake Slowakeαρσενικό | Maskulinum, männlich m Σλοβάκος Σλοβάκος