„σκόπευτρο“: ουδέτερο σκόπευτρο [ˈskopeftro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sucher Sucherαρσενικό | Maskulinum, männlich m σκόπευτρο φωτογραφία | Fotografieφωτο σκόπευτρο φωτογραφία | Fotografieφωτο