σκυταλοδρομία
[skjitaloðroˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Staffellaufαρσενικό | Maskulinum, männlich mσκυταλοδρομία αθλητισμός | Sportαθλσκυταλοδρομία αθλητισμός | Sportαθλ