„σκούριασμα“: ουδέτερο σκούριασμα [ˈskurjazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Rostbildung Rostbildungθηλυκό | Femininum, weiblich f σκούριασμα σκούριασμα